Ελληνικό κόσμημα: Τίς πταίει; (Β‘ Μέρος)

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα πολλών Ελλήνων δημιουργών που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το  κόσμημα ως εικαστικό μέσο και να εκφράσουν πρωτό-τυπες εννοιολογικές κι αισθητικές αξίες, είναι η επανάληψη.

Σίγουρα, η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως. Ωστόσο, η επανάληψη στα βήματα που χάραξαν άλλοι – συνήθως πασίγνωστοι ξένοι καλλιτέχνες, αλλά και Ελληνες δημιουργοί που στάθηκαν κινητήρια δύναμη διεθνούς πρωτοπορίας άλλοτε – όταν δεν αποτελεί συνειδητά προγραμματισμένη μαθησιακή άσκηση (όπως κάνουν οι νέοι ζωγράφοι που στο Λούβρο π.χ. *αντιγράφουν* την Τζοκόντα για εξάσκηση της τεχνικής και του *ματιού* τους και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό) – τότε (συνειδητά ή ασυνείδητα) αποτελεί αντιγραφή — κακή ή καλή, ολίγον μας ενδιαφέρει.

Πέραν του ηθικού ζητήματος, αλλά και της *ρετσινιάς του ατάλαντου* που συνοδεύει πάντα τον αντιγραφέα της δημιουργίας άλλου, πρακτικά – στη συνείδηση των τεχνοκριτικών, των συλλεκτών, των επιμελητών, του καλά ενημερωμένου φιλότεχνουν κοινού, των καταρτισμένων δημοσιογράφων η μη πρωτότυπη δημιουργία καταχωρείται ως επανάληψη/αντιγραφή.

Πρωτότυπος σημαίνει ότι μια έννοια ή αισθητική αξία εκφράζεται αυτοτελώς με ολοκληρωμένο και καινοτόμο τρόπο και εξ ορισμού φέρει – αναγνωρίσιμη ως τέτοια – προσωπική (υπο)γραφή.

Ετσι λοιπόν π.χ. θαμμένα/ σκουριασμένα/βρωμισμένα έργα μπορεί αισθητικά ή/και νοηματικά να μας παραπέμπουν στα προ εικοσαετίας πτυχιακά πειράματα „Decay Clothes“

Bildschirmfoto 2017-05-26 um 11.25.18.png

του πολυτάλαντου Χουσεϊν Τσαλαγιάν, αλλά και στα έργα πλήθος άλλων γνωστών καλλιτεχνών ή και στα διεθνή βραβεία φωτορεπορτάζ που προ τριετίας απονεμήθηκαν σε ενότητα για τα θύματα της μεξικανικής μαφίας, εκ των οποίων δεν απέμειναν παρά τα (θαμμένα) ρούχα τους, και να αποτελούν ένα είδος συνέχειας ή διαλόγου με τους ανωτέρω, όμως σε καμμία περιπτωση δεν μπορεί εν έτει 2017 να θεωρηθούν καινοφανή.

Πριν πιστέψετε (και εσείς οι ίδιοι) ότι ανακαλύψατε τον τροχό, διαβάστε τη διεθνή βιβλιογραφία.

Ως προς το θέμα της κατάρτισης των δημοσιογράφων που καλύπτουν το ρεπορτάζ των τεχνών στην Ελλάδα, νομιζω ότι – με εξαίρεση φωτεινές εξαιρέσεις στα ελάχιστα έντυπα ποιότητας που έχουν απομείνει – δεν χρειάζονται λόγια: αρκεί να διαβάσει κανείς τις αντίστοιχες στήλες εφημερίδων όπως η Φαινάνσιαλ Τάιμς ή η Φρανκφουρτερ Αλγκεμάινε και να καταλάβει τη διαφορά γνωσιακής, αναλυτικής και συνθετικής ποιότητας και κρίσης.

Δέον είναι όταν καλύπτουμε θέματα που δεν τα γνωρίζουμε εις βάθος, να μην εμπιστευόμαστε το κριτήριο της *καρδιάς* μας ή *τί μας αρέσει*., αλλά τουλάχιστον να διαβάζουμε. Οχι, τι γράφουν οι σύγχρονοι μας δημοσιογράφοι, αλλά τι μας διδάσκει η ιστορία και η κριτική της τέχνης. Μετά δέον είναι, όταν η δουλειά μας είναι να καλύπτουμε τον χώρο της τέχνης ή να *μπλογκάρουμε* για αυτόν – να επισκεφτόμαστε τις μεγάλες συλλογές – στην Αθήνα π.χ. στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ώστε να καταλαβαίνουμε μετέπειτα στην ζωή μας τι σημαίνει αντικείμενο και τι σημαίνει τέχνη: ενίοτε ταυτίζονται. Να φροντίζουμε δηλαδη να ανοίξει το μάτι μας – όπως λέμε στην καθομιλουμένη.  Τρίτον, αφού έχουμε φτάσει στο σημείο ικανοποιητικής γνωστικής επάρκειας, να φροντίζουμε να έχουμε άποψη και να την τεκμηριώνουμε.

Η σύγχρονη τέχνη – στην οποία περιλαμβάνεται και το σύγχρονο κόσμημα – δεν έχει σχέση με το ρήμα *αρέσω*, αλλά με το ρήμα *ερωτώ*, *διαπιστώνω*, *τέμνω*, *διαλέγομαι*.

Για το θέμα της καινοτομίας θα πούμε περισσότερα σε επόμενο σημείωμα.

Ειρήσθω εν παρόδω, ο χώρος των *εφαρμοσμένων τεχνών: κόσμημα – κεραμική – ύφασμα κ.α.π. * στην Ελλάδα έχει φορέα: το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και θέτει τα κριτήρια ποιότητας εγγυώμενο για την κατάρτιση κι επαγγελματισμό των μελών του. Αποστολή του είναι επίσης να προστατεύει τον χώρο των τεχνών και τα μέλη του από το *μπέτε σκύλοι αλέστε* που επικρατεί σε πολλούς τομείς στην χώρα.

Hinterlasse einen Kommentar