Ενα σημαντικό πρόβλημα που φυσικά δεν χαρακτηρίζει μόνο τον χώρο του ελληνικού κοσμήματος, γίνεται όμως οξύτερο στην Ελλάδα – χώρα μκρή και με *ρηχή* αγορά, όπου *ρηχός* στα οικονομικά σημαίνει όχι μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης λόγω περιορισμένης αγοραστικής δύναμης και έλλειψης καινοτομίας ικανής να προσελκύσει νέους αγοραστές – είναι το γεγονός ότι ο *κύκλος του εικαστικού κοσμήματος* είναι ένα *κλειστό κύκλωμα που αυτοτροφοδοτείται και αυτοαναιρείται*.
Με αυτό δεν εκφράζω μία αξιολογική κρίση πάνω στην ποιότητα των έργων ή στις πρακτικές προβολής κι έκθεσης τους, παρά κάνω την αυτονόητη για όποιον έχει επισκεφτεί εκθέσεις συγχρονου κοσμήματος σε μεγάλες διοργανώσεις του εξωτερικού διαπίστωση: ο κύκλος των ενδιαφερόμενων – δημιουργών, πελατών, κριτικών/επιμελητων/θεσμών – στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά μικρός (και καχεκτικός).
Και το κυριότερο (ή το χειρότερο): Δεν επαρκεί για να θρέψει όλα αυτά τα στόματα που επιθυμούν να βιοποριστούν από το επάγγελμα αυτό (αν υποτεθεί για λόγους απλοποίησης του συλλογισμού ότι όλοι όσοι συμμετέχουν σε αυτό τον κύκλο έχουν το ίδιο υψηλό επίπεδο και ελκυστικότητα για τους δυνητικούς αγοραστές).
Για αυτό τον λόγο – υποτίθεται – ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να ανοίξει ο κύκλος αυτός και προς το εξωτερικό.
Επιτρέψτε μου να εκφράσω στα αγγλικά τη δυσπιστία μου:
It ‚ s easier said than done / Είναι πιο εύκολο, πιο ανώδυνο να πει κανείς ας ανοίξουμε τον κύκλο, παρά να το κάνει.
Γιατί; Γιατί η ελληνική αγορά και αισθητική, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν έχει μεγάλη σχέση με τις αγορές και την αισθητική του εξωτερικού που κι αυτή είναι διαφορετική στις χώρες του Βορρά από αυτές του Νότου – για πολιτισμικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς λόγους – και διαφορετική στην Αγγλία από ό,τι στη Γερμανία κλπ.
Ωστόσο παρουσιάζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά που – κατά τη γνώμη μου – απουσιάζουν en masse από την αντίστοιχη αγορά της Ελλάδας.
Θα το πω με μία αλληγορία.
Με κόπο κι εκπαίδευση, μπορώ να ανοίξω ως Ελληνας στην Ελλάδα ένα εστιατόριο με σούσι και να προσφέρω υψηλές υπηρεσίες σε πελάτες που επιθυμούν να μάθουν την υψηλής γεύσης και αισθητικής εξωτική κουζίνα που όμως πόρρω απέχει από την παραδοσιακή μας (γευστικότατη) φασολάδα ή τα γεμιστά, με τα οποία έχω μεγαλώσει.
Ομως, για να γίνω διάσημος σεφ και να συρρέουν από όλο το κόσμο για να γευτούν το σούσι μου στην Αθήνα, δεν αρκεί να μαγειρεύω τέλεια ιαπωνικά εδέσματα. Πρέπει να είμαι όχι απλώς άριστος τεχνικά, αλλα και καινοτόμος – νοηματικά, αισθητικά κι αισθησιακά – ως σεφ. Οι *πιστοί* του περίφημου σεφ Νόμπου Ματσουχίσα τον ακολουθούν και στο Τόκυο και στο Παρίσι και στο Μπεβερλυ Χίλς και στην Αθήνα.
Το ίδιο συμβαίνει και με το ελληνικό σύγχρονο κόσμημα. Ενα Ελληνας καλλιτέχνης που αγωνίζεται σε επίπεδο διεθνούς καινοτομίας θα βρει λόγω της απόδοσης του τις πόρτες ανοικτές.
Από την άλλη, πάρα πολλοί Ελληνες σχεδιαστές/καλλιτέχνες/δημιουργοί είναι καλοί, άριστοι, εξαιρετικοί, όμως δυστυχώς – το τονίζω το δυστυχώς – αυτό δεν φτανει, γιατί δεν είναι – στην πλειοψηφία τους – καινότομοι. Καινοτόμος σημαίνει να μας πεις κάτι που δεν έχει ξαναειπωθεί, όχι να μας δείξεις ότι κι εσύ ξερεις να το κάνεις άριστα όπως ο πρώτος που διατύπωσε αυτή την θέση/μορφή/ιδέα. Μπράβο σου για αυτό: για την τεχνική σου κατάρτιση, για την ενημέρωση σου, για τον ενθουσιασμό σου. Ομως αυτό δεν αρκει να σε χρίσει καλλιτέχνη. Γιατί ο καλλιτεχνης έχει πάντα τη δική του υπογραφή.
Αριστα καταρτισμένοι σεφ σούσι δεν τραβούν κόσμο να έρθει στην Αθηνα ειδικά για αυτούς. Ελκύουν ίσως τους φίλους, τους συγγενείς και μερικούς σχετικούς με τον χώρο τουρίστες που θα έρθουν άπαξ για τον ήλιο, την θάλασσα, τα αρχαία, άντε και το σούσι της αθηναϊκής γειτονιάς, το οποίο όμως δεν θα το θεωρήσουν δα και *Μέκκα του σούσι*, ώστε κάθε χρόνο να έρχονται για προσκύνημα. Οι μεγαλες διοργανωσεις καινοτομίας αποτελούν πόλο έλξης διεθνώς. Οι επισκέπτες κάνουν *χατζ* κάθε χρόνο.
Το πως την αδυναμία τους αυτή, οι Ελληνες δημιουργοί μπορούν να την μετατρέψουν σε δύναμη και δυνατότητα, είναι μία άλλη ιστορία. Κανείς όμως δεν προχώρησε στη δουλειά του πετροβολώντας κάθε καλοπροαίρετη και γόνιμη κριτική – και σίγουρα με αυτό τον τρόπο δεν προσέλκυσε ούτε έναν δυνητικά ενδιαφερόμενο παραπάνω. Αντιθετα, έβρασε στο ζουμί του!